πορφίνη

πορφίνη
η, Ν
χημ. οργανική ετεροκυκλική ένωση πολύπλοκης δομής, γνωστή και ως τετραπυρρόλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. porphin < porphyrin < πορφύρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετραπυρ(ρ)όλιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης πορφίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tetrapyrrole < τετρ(α) * + πυρρόλιο] …   Dictionary of Greek

  • αιμίνη — Κατηγορία οργανικών ενώσεων, παραγώγων της πορφίνης. Πρόκειται για άλατα της αιματίνης. Η πιο συνηθισμένη α. είναι το υδροχλωρικό άλας της αιματίνης. Από χημικής πλευράς πρόκειται για τετραπυρρολικό δακτύλιο (πορφίνη) με ένα άτομο τρισθενούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”